- μύκης
- (-ητος) ο1) см. μανιτάρι; 2) бакт, грибок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μύκης — μύκης, ητος, ὁ (ΑΜ) βλ. μύκητας … Dictionary of Greek
μύκης — μύκη fem gen sg (attic epic ionic) μύκης mushroom masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μύκης, δήμος — Νέος δήμος του νομού Ξάνθης, που συστάθηκε με το σχέδιο «Καποδίστριας» και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Εχίνου, Μύκης και Ωραίου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Σμίνθη της πρώην κοινότητας Μύκης … Dictionary of Greek
μυκήτων — μύκης mushroom masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύκησι — μύκης mushroom masc dat pl μύκησις fem voc sg μυκάομαι low aor subj mp 2nd sg (epic) μυκάομαι low aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύκησιν — μύκης mushroom masc dat pl μύκησις fem acc sg μυκάομαι low aor subj mp 2nd sg (epic) μυκάομαι low aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύκητα — μύκης mushroom masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύκητας — μύκης mushroom masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύκητες — μύκης mushroom masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύκητι — μύκης mushroom masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύκητος — μύκης mushroom masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)